- ζεῦξιν
- ζεῦξιςyokingfem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ζεῦξιν — Ζεῦξις yoking fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζεύξη — η (AM ζεῡξις) 1. η τοποθέτηση τού ζυγού στα δύο υποζύγια 2. ο τρόπος σύνδεσης στον ζυγό 3. η σύνδεση με γέφυρα («πᾱσαν τὴν ζεῡξιν τοῡ Βοσπόρου», Ηρόδ.) νεοελλ. (στην ξιφασκία) η διασταύρωση τών ξιφών έτσι ώστε οι λεπίδες τους να αγγίζουν η μία… … Dictionary of Greek
ζώο — Έμψυχο που διακρίνεται από το φυτό συνήθως με τους εξής χαρακτήρες: παρουσιάζει ερεθιστικότητα, που του επιτρέπει να αντιδρά με ταχύτητα στα διάφορα ερεθίσματα, και κινητικότητα, λειτουργίες που οφείλονται στην παρουσία ενός εκτεταμένου νευρικού… … Dictionary of Greek